κουβεντιάζω

κουβεντιάζω
1) bavarder
2) causer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κουβεντιάζω — κουβεντιάζω, κουβέντιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουβεντιάζω — [κουβέντα] 1. συνομιλώ, συζητώ 2. διαπραγματεύομαι κάτι, τό συζητώ με κάποιον λεπτομερώς 3. καθοδηγώ, δασκαλεύω («τόν έχουν κουβεντιάσει, γι αυτό άλλαξε στάση απέναντί μου») 4. κακολογώ, σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω («τόν κουβεντιάζει όλο το χωριό …   Dictionary of Greek

  • κουβεντιάζω — κουβέντιασα, κουβεντιάστηκα, κουβεντιασμένος 1. συζητώ, συνομιλώ. 2. συνεννοούμαι με κάποιον: Τα κουβεντιάσαμε και μείναμε σύμφωνοι. 3. κακολογώ, δυσφημώ: Τον κουβεντιάζουν στα καφενεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφοκουβεντιάζω — κουβεντιάζω κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώ …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ακουβέντιαστος — η, ο [κουβεντιάζω] 1. αυτός που δεν τόν κουβεντιάζουν με κακία, που δεν δίνει αφορμή για κουτσομπολιά 2. αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κουβεντιάσει, ο δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • καλοκουβεντιάζω — 1. μιλώ με σαφήνεια, κουβεντιάζω σοβαρά 2. μπαίνω στο κύριο θέμα τής συνομιλίας («όσο να ειπεί, να καλοκουβεντιάσει», δημ. τραγ.) 3. μιλώ με συμβιβαστικό τόνο, αποφεύγω λέξεις και εκφράσεις που είναι δυνατόν να εξοργίσουν κάποιον 4. παροιμ. «όσο… …   Dictionary of Greek

  • καλοσύντυχος — καλοσύντυχος, ον (Μ) κοινωνικός, αυτός που κάνει καλή συντροφιά, ο καλός στις συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”